-
1 συρω
1) тащить, волочить (по земле)(καλὸν χιτῶνα Theocr.; τινὰ ἐπὴ τοὺς πολιτάρχας NT.)
τὸ δίκτυον σ. Plut. — тянуть невод2) ( о течении) уносить, увлекать(τινὰ ἐπὴ χέρσον Anth.)
συρόμενος κατὰ ῥοῦν Plut. — увлекаемый вниз по течению
См. также в других словарях:
BYSSUS — lini species pretiosissima, e qua vestes mollissimae ac renuissimae conficiebautur. Unde dictum Parysatidis Reginae Persarum, in Regum alloquio utendum esse verbis Βυςςίνοις, i. e. mollissimis, ac lenissimis. Eius meminit Theocritus Idyllio 2.… … Hofmann J. Lexicon universale
νηγάτεος — νηγάτεος, έη, ον (Α) πιθ. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νέος, καινούργιος («χιτώνα καλόν, νηγάτεον» Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Πιθανολογείται η σύνδεση της με αρχ. ινδ. ahata «αυτός που δεν έχει φορεθεί (για ρούχα)» ή με … Dictionary of Greek